λεχρίτης

λεχρίτης
ο , λεχρίτισσα η бродяга, ничтожный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λεχρίτης" в других словарях:

  • λεχρίτης — ο 1. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος 2. άνθρωπος ατημέλητος, κακοντυμένος, βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέχριος «εγκάρσιος στραβός, ανάποδος» + ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • λεχρίτης — ο θηλ. ισσα άνθρωπος τιποτένιος, ο αλήτης, ο λέτσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέχρα — η 1. η ιδιότητα τού λεχρίτη 2. ο λεχρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λεχρ ίτης με πιθ. επίδραση τού λερά*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»